Η ιστορία του Λιβαδοχωρίου


Η ιστορία του Λιβαδοχωρίου
Το Λιβαδοχώρι, μέχρι το 1928 ονομαζόταν Σακάφτσα, οικισμός (υψόμετρο. 20 μ. ) του νομού Σερρών, 26 χλμ. ΝΔ της πόλης των Σερρών. Διοικητικά ανοίκει στον Δήμο Ηράκλειας και έχει 560 κατοίκους (2001).

Στο χωριό υπάρχει μόνο Νηπιαγωγείο κι έτσι τα παιδιά που φοιτούν στο Δημοτικό Σχολείο πηγαίνουν στο Στρυμονικό. Από το Λιβαδοχώρι μέχρι σήμερα έχουν αναδειχθεί περίπου 20 επιστήμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε διάφορα μέρη. Πρέπει ν' αναφερθεί ακόμη ότι υπάρχει εδώ Σύλλογος Ακτημόνων με το όνομα «Δήμητρα», καθώς επίσης κι ένας Σύλλογος Γυναικών.
Ο ενοριακός ναός είναι αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα και τον φροντίζει με πολλή προσοχή κι επιμέλεια ο ιερέας του χωριού, ο π. Κωνσταντίνος Μπέσας.Πριν κλείσουμε την αναφορά μας αυτή στο Λιβαδοχώρι επιβάλλεται ν' αναφέρουμε το Μακεδονομάχο ηρωικό ιερέα του χωριού, τον Παπαπασχάλη ή καπετάν Ανδρούτσο. Η προσφορά του στον αγώνα ήταν πολύ σημαντική ειδικά για την περιοχή της Νιγρητας όπου δρούσε το αντάρτικο σώμα του. Τελικά έπεσε μαχόμενος ηρωικά στη σημερινή Νικόκλεια, στις 24 Φεβρουαρίου του 1907, όταν τον περικύκλωσαν μαζί' με τους έξι άνδρες του, κατόπιν προδοσίας Βουλγάρου πράκτορα, τουρκικά στρατιωτικά τμήματα.

Δευτέρα 10 Οκτωβρίου 2011

Οι νεόπτωχοι


«Ετών;»
«38».
«Επάγγελμα;»
«Νεόπτωχος».
«Καθίστε»...
Κάθισα χάμω, σε ένα......

ελεύθερο πλακάκι.
«Κι εσείς νεόπτωχοι;» ρώτησα τους γύρω μου.
Ντρεπόμουνα λίγο παρά το πλήθος τους.
Χρειαζόμουν ενθάρρυνση.
«Οι περισσότεροι, ναι» μου απάντησε κάποιος.
«Για την ακρίβεια, σχεδόν όλοι».
«Σα να μαζευτήκαμε για συσσίτιο είμαστε» χαριτολόγησα.
Εισέπραξα αρκετά αυστηρά βλέμματα.
Υπήρχαν τελικά πολλοί που δεν αισθανόντουσαν ακόμα άνετα με τον νεοπτωχισμό τους.
Σοβαρεύτηκα και πήγα να τα μπαλώσω.
«Πότε θα ξεκινήσουμε;» «Για αυτό μαζευτήκαμε.
Μόλις ξεπεράσουμε μερικές ενστάσεις, ευθύς αμέσως.
Ήδη καθυστερήσαμε πολύ». «Υπέροχα».
Λες και με άκουσαν, ή λες και ήμουν ο τελευταίος που περίμεναν για να αρχίσουν, κάποιος σηκώθηκε από το πλακάκι του και πλησίασε το μικρόφωνο που είχε στηθεί στο κέντρο της συγκέντρωσης.
Μίλησε με στόμφο:
«Το θέμα είναι: θα επαναστατήσουμε ή θα πολεμήσουμε σύμφωνα με το σύστημα;» «Σύμφωνα με το σύστημα» είπαν κάποιοι. «Θα επαναστατήσουμε» είπαν κάποιοι άλλοι. Ακολούθησε χαμός. Μιας και δεν τα βρίσκαμε, κάναμε ψηφοφορία. Η πλειοψηφία αποφάσισε ότι θα πηγαίναμε με το σύστημα, κανείς δεν είχε όρεξη για αίματα -ούτε κι εγώ. Κάποιος πετάχτηκε και είπε: «Μα, ρε παιδιά, οι περισσότεροι δεν ψηφίζουν καν. Τι σύστημα και αηδίες; Εδώ δεν πατάμε στις κάλπες!»
Σε αυτό το σημείο ακούστηκαν πολλές απόψεις:
«Εγώ δεν ψηφίζω γιατί δεν υπάρχει κανένα κόμμα που να με εκφράζει».
«Εγώ είμαι αηδιασμένος».
«Εγώ πιστεύω ότι η αποχή θα τους ταρακουνήσει».
«Εγώ δεν ξαναψηφίζω κανένα κουμάσι».
«Και οι καινούργιοι που θα βγουν τα ίδια θα κάνουν».
Και άλλα πολλά.
Και αφού φάνηκε ότι το να πολεμήσουμε σύμφωνα με το σύστημα δεν έβγαζε και τόσο άκρη, είπαμε να ξανακάνουμε ψηφοφορία. Αυτή τη φορά πλειοψήφησε η επανάσταση, με μικρή διαφορά από το σύστημα. Βέβαια, όσοι θέλαν ακόμα το σύστημα, αποχώρησαν. Μείναμε περίπου οι μισοί.
Σηκώθηκε κάποιος από τους εναπομείναντες και πήγε στο μικρόφωνο. «Εγώ», είπε, «δεν έχω πρόβλημα με την επανάσταση. Επανάσταση; Επανάσταση. Αλλά επειδή η επανάσταση είναι επικίνδυνο πράμα, και υπάρχει πάντα η πιθανότητα να χάσουμε, καλό είναι η συμμετοχή μας να είναι ανώνυμη». Χαμός από κάτω. Άλλοι θέλαν, άλλοι δε θέλαν.
Ακολούθησε νέα ψηφοφορία και τελικά επικράτησε η άποψη πως η επανάσταση πρέπει να γίνει επώνυμα. Δηλαδή υπεύθυνα. Τι είχαμε να χάσουμε; Αυτοί βέβαια που θέλαν να επαναστατήσουν ανώνυμα, κάτι θα είχαν να χάσουν, γιατί σηκώθηκαν κι έφυγαν. Μείναμε ακόμα λιγότεροι.
«Θα πάρουμε τα όπλα ή θα επαναστατήσουμε με ειρηνικό τρόπο;» ήταν η επόμενη ερώτηση.
Εδώ δεν έγινε χαμός. Ήμασταν ήδη πολύ λίγοι για να κάνουμε σαματά. Κι άλλη ψηφοφορία λοιπόν, και αποφασίσαμε όπλα γιοκ. Ειρηνική επανάσταση κι όπου μας βγάλει. Έτσι, αποχώρησαν και οι πιο σκληροπυρηνικοί. Μείναμε τρεις κι ο κούκος. «Παιδιά, μείναμε πολύ λίγοι» είπε ο επόμενος. «Ότι αντίδραση και να κάνουμε, δεν τους ενδιαφέρει. Μήπως είναι καλύτερα να το διαλύσουμε;»
«Ας κάνουμε ψηφοφορία» πρότεινε κάποιος. «Τι ψηφοφορία;» είπε ένας άλλος. «Όσοι δεν θέλουν να πάρουν μέρος στην επανάσταση ας φύγουν, για να δούμε πόσοι μένουμε». Έτσι φύγανε ξανά οι μισοί. Έμεινα εγώ κι ο κούκος. Γύρισα προς αυτόν. «Ρε Κούκε» του είπα, και είχα χρόνια να του μιλήσω γιατί ήμασταν γείτονες, και ως γείτονες ήμασταν φυσικά τσακωμένοι, «δεν το αφήνουμε καλύτερα; Άντε μην αρπαχτούμε εδώ πέρα, και δεν υπάρχει και κανένας να μας χωρίσει».«Είναι η μόνη φορά που συμφωνώ μαζί σου, έστω και με μισή καρδιά» είπε ο Κούκος. «Άει στο διάολο, λοιπόν, και μην σε ξαναδώ μπροστά μου».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου