Η ιστορία του Λιβαδοχωρίου


Η ιστορία του Λιβαδοχωρίου
Το Λιβαδοχώρι, μέχρι το 1928 ονομαζόταν Σακάφτσα, οικισμός (υψόμετρο. 20 μ. ) του νομού Σερρών, 26 χλμ. ΝΔ της πόλης των Σερρών. Διοικητικά ανοίκει στον Δήμο Ηράκλειας και έχει 560 κατοίκους (2001).

Στο χωριό υπάρχει μόνο Νηπιαγωγείο κι έτσι τα παιδιά που φοιτούν στο Δημοτικό Σχολείο πηγαίνουν στο Στρυμονικό. Από το Λιβαδοχώρι μέχρι σήμερα έχουν αναδειχθεί περίπου 20 επιστήμονες, οι οποίοι προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε διάφορα μέρη. Πρέπει ν' αναφερθεί ακόμη ότι υπάρχει εδώ Σύλλογος Ακτημόνων με το όνομα «Δήμητρα», καθώς επίσης κι ένας Σύλλογος Γυναικών.
Ο ενοριακός ναός είναι αφιερωμένος στην Αγία Τριάδα και τον φροντίζει με πολλή προσοχή κι επιμέλεια ο ιερέας του χωριού, ο π. Κωνσταντίνος Μπέσας.Πριν κλείσουμε την αναφορά μας αυτή στο Λιβαδοχώρι επιβάλλεται ν' αναφέρουμε το Μακεδονομάχο ηρωικό ιερέα του χωριού, τον Παπαπασχάλη ή καπετάν Ανδρούτσο. Η προσφορά του στον αγώνα ήταν πολύ σημαντική ειδικά για την περιοχή της Νιγρητας όπου δρούσε το αντάρτικο σώμα του. Τελικά έπεσε μαχόμενος ηρωικά στη σημερινή Νικόκλεια, στις 24 Φεβρουαρίου του 1907, όταν τον περικύκλωσαν μαζί' με τους έξι άνδρες του, κατόπιν προδοσίας Βουλγάρου πράκτορα, τουρκικά στρατιωτικά τμήματα.

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2012

Tα γλυκίσματα των φτωχών



Tα γλυκίσματα των φτωχών
 
Στην Ελλάδα, στα τέλη του 19ου αιώνα, τα ζαχαροπλαστεία παντός είδους είχαν την τιμητική τους.
Ήταν περισσότερο προσοδοφόρα όλων, ενώ συσχετίζονταν και με τα λεγόμενα "
tea rooms
".
Οι Έλληνες τέτοιους είδους γλυκίσματα τα γεύονταν ελάχιστα ή καθόλου, αλλά οι Νότιοι και οι Ανατολίτες τα προτιμούσαν.....


κατά βάση.
 Οι φτωχότεροι έτρωγαν λουκούμια, μεγάλους κύβους αρωματισμένης κόλλας, καλυμμένους με λεπτή ζάχαρη που λίγωναν τη γεύση. 
Οι πλουσιότεροι έπιναν το ρόφημα της σοκολάτας "με το αβγό", δηλαδή με χτυπητό αβγό μέσα, και έτρωγαν άπειρα γλυκίσματα και τερψιλαρύγγια από αμυγδαλόψιχα.
Τα ελληνική γλυκίσματα με έντονο χρώμα και άρωμα δεν προσέλκυσαν εύκολα τους επισκέπτες Ευρωπαίους, αν αυτοί δεν διέθεταν στομάχι ικανό να χωνέψει ακόμη και πέτρες.
Ειδικά τα γλυκά του ταψιού, τα οποία αποτελούσαν τελείως ξένη γεύση για την Ευρώπη, ήταν οπωσδήποτε τα πιο δύσπεπτα.
Για τους Έλληνες, η κατανάλωση των γλυκών δεν αρκούσε.
 
Η μεγάλη τους ευχαρίστηση ήταν όταν τα γεύονταν με συντροφιά και δημόσια.
Στους δρόμους παρατηρούσε κανείς την εποχή εκείνη την ανταλλαγή καθημερινών χαιρετισμών και μειδιαμάτων, και αντιλαμβανόταν έτσι την κοινωνικότητά τους.
Οι απολαύσεις της ημέρας, ειδικά στην πρωτεύουσα, συμπυκνώνονταν στις εμφανίσεις τους σε κοσμικούς χώρους, στη συναναστροφή με γνωστούς, στη συζήτηση και στα χαμόγελα, στον σχολιασμό των γεγονότων.
Απεχθάνοντα ντην απομόνωση και την ησυχία και απέφευγαν τον περιορισμό στους κόλπους της οικογένειας. Έπλητταν ακόμη και μεταξύ των οικείων τους, έχοντας ανάγκη συντροφιάς.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου